- καταγώγιο
- τοκέντρο διαφθοράς, άντρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταγώγιο — το (AM καταγώγιον, Α και καταγωγεῑον, Μ και καταγώγι) νεοελλ. κακόφημο κέντρο ή κατάστημα όπου συχνάζει υπόκοσμος μσν. καταφύγιο («καὶ τελεωτέρας ἀρετῆς καταγώγιον») μσν. αρχ. κατάλυμα, πανδοχείο («ᾠκοδόμησαν πρὸς τῷ Ἡραίῳ καταγώγιον διακοσίων… … Dictionary of Greek
καταγωγείον — καταγωγεῑον, τὸ (Α) το καταγώγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αγωγεῖον (< ἀγωγεῖον < ἀγωγός), πρβλ. προσ αγωγείον, υδρ αγωγείον] … Dictionary of Greek
τεκές — και ντεκές, ο, Ν 1. ισλαμικό ασκητήριο για δερβίσηδες 2. χασικλήδικο, καταγώγιο όπου συχνάζουν χασισοπότες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tekke] … Dictionary of Greek
Κασσώπη — Αρχαία πόλη της Ηπείρου. Βρισκόταν στο νοτιότερο παραλιακό τμήμα της Ηπείρου που αντιστοιχεί με τον σημερινό νομό Πρεβέζης και ήταν πρωτεύουσα της Κασσωπαίας. Η περιοχή κατοικήθηκε ήδη από τη μέση παλαιολιθική εποχή και περίπου το 700 π.Χ. οι… … Dictionary of Greek
άντρο — το 1. σπηλιά: Η σπηλιά εκείνη μας είπαν πως ήταν το άντρο του μυθικού Χίρωνα. 2. λημέρι ληστών, καταγώγιο: Η σπηλιά εκείνη είχε καταντήσει άντρο κακοποιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)